ταχύμορος

ταχύμορος
-ον, ΜΑ
αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -μορος (< μόρος), πρβλ. κακό-μορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταχύμορον — ταχύμορος quickly dying masc/fem acc sg ταχύμορος quickly dying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύμοροι — ταχύμορος quickly dying masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυμόριος — ον, Α [ταχύμορος] ταχύμορος· …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

  • ταχύμοιρος — ον, Α ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ὀλβιό μοιρος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύποτμος — ον, ΜΑ ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πότμος «τύχη, περιπέτεια» (πρβλ. κακό ποτμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”